Η έκδοση εστιάζει στη μελέτη 132 σκευών καθημερινής χρήσης από κράμα χαλκού, τα οποία εντάσσονται στη Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Συλλογή του Μουσείου Μπενάκη και χρονολογούνται από τον 4ο έως και τον 8ο αιώνα μ.Χ. Πρόκειται, κυρίως, για αντικείμενα προερχόμενα από την Αίγυπτο, τα οποία, αν και κατασκευασμένα από δευτερεύοντα μέταλλα που παραδοσιακά δεν θεωρούνταν υψηλής καλλιτεχνικής αξίας, παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για την καθημερινή ζωή, τις συνήθειες, τις ανάγκες και τις πολιτισμικές επιλογές των ανθρώπων της Ύστερης Αρχαιότητας. Η μελέτη αποτελεί επιστέγασμα μακρόχρονης διεπιστημονικής έρευνας, που πραγματοποιήθηκε από το Εργαστήριο Συντήρησης Μετάλλου, Γυαλιού και Οργανικών Υλικών του Μουσείου Μπενάκη σε συνεργασία με ειδικούς ερευνητές ποικίλων επιστημονικών κλάδων. Στόχος είναι η τεκμηρίωση και η εις βάθος κατανόηση των τεχνολογικών χαρακτηριστικών και προβλημάτων των αντικειμένων, ώστε να ενισχυθεί τόσο η συστηματική και ασφαλής συντήρησή τους όσο και η αρχαιολογική τεκμηρίωση της καθηγήτριας Αναστασίας Δρανδάκη, όπως αυτή αποτυπώθηκε στον τόμο Late Antique Metalware (Brepols, 2020). Επιπροσθέτως, η έρευνα αποσκοπεί στην κάλυψη ενός σημαντικού κενού στη μελέτη της μεταλλουργίας του χαλκού κατά την Ύστερη Αρχαιότητα, μια περίοδο η οποία συχνά υποβαθμίζεται σε σύγκριση με την Κλασσική και τη Μεσαιωνική εποχή. Για τη διερεύνηση των αντικειμένων εφαρμόστηκαν προηγμένες αναλυτικές τεχνικές, στις οποίες περιλαμβάνονται η Ραδιογραφία, η Οπτική Μεταλλογραφία (OM), το Ηλεκτρονικό Μικροσκόπιο Σάρωσης με Φασματοσκοπία Ενεργειακής Διασποράς (SEM-EDS), η Φθορισιμετρία Ακτίνων Χ (XRF), η Φασματοσκοπία Υπέρυθρης Ακτινοβολίας με Μετασχηματισμό Fourier (FTIR), η Αέρια Χρωματογραφία ‒ Φασματομετρία Μαζών (GC-MS) και η Περιθλασιμετρία Ακτίνων Χ (XRD). Οι μέθοδοι αυτοί επέτρεψαν τον εντοπισμό των υλικών, των τεχνικών κατασκευής και των μηχανισμών φθοράς. Τα πορίσματα της έρευνας παρουσιάζονται αναλυτικά σε τέσσερα κεφάλαια και πλαισιώνονται από πλούσιο εικονογραφικό υλικό, αρχαιολογικά δεδομένα, πειράματα ανακατασκευής και στοιχεία από την επιστήμη των υλικών, αναδεικνύοντας τη σημασία της διεπιστημονικής προσέγγισης στη μελέτη της πολιτιστικής κληρονομιάς. Στο ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ εξετάζονται οι τεχνικές κατασκευής, φινιρίσματος και διακόσμησης των αντικειμένων. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στη διερεύνηση του τρόπου παραγωγής ‒είτε με χύτευση είτε με σφυρηλάτηση‒, της μορφοποίησης, της χρήσης εργαλείων, των τεχνικών συγκόλλησης, καθώς και της εφαρμογής επιμεταλλώσεων. Το ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ επικεντρώνεται στη χημική ανάλυση της σύστασης 56 επιλεγμένων σκευών από τη Συλλογή του Μουσείου. Η μελέτη επιδιώκει την κατανόηση των κραμάτων που χρησιμοποιήθηκαν, την ερμηνεία των ιδιοτήτων τους και των επιλογών των τεχνιτών. Επιπλέον, μέσω της ανάλυσης ιχνοστοιχείων, επιχειρήθηκε η ανίχνευση της προέλευσης των μετάλλων, είτε από πρωτογενή μεταλλεύματα είτε από δευτερογενείς, ανακυκλωμένες πηγές. Στο ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ αξιολογούνται τα αίτια φθοράς και αλλοίωσης των αντικειμένων. Δεδομένου ότι τα περισσότερα αντικείμενα προέρχονται από αγορές της Αιγύπτου χωρίς σαφή ανασκαφικά δεδομένα, έγινε προσπάθεια ανασύστασης των περιβαλλοντικών συνθηκών ταφής και ανίχνευσης της αρχικής τους χρήσης – οικιακή, θρησκευτική ή καλλωπιστική ‒ μέσω της ανάλυσης οργανικών υπολειμμάτων. Το ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ περιγράφει τη μεθοδολογία συντήρησης και προστασίας των αντικειμένων βάσει των διαπιστωμένων φθορών. Η συντήρηση επικεντρώθηκε στην ενεργητική και παθητική σταθεροποίηση των σκευών, με ιδιαίτερη φροντίδα για τη διατήρηση και ανάδειξη των αυθεντικών επιφανειών και διακοσμητικών στοιχείων, που αποκαλύπτουν την καλλιτεχνική και λειτουργική τους αξία. Επιπλέον, διατηρήθηκαν μεταγενέστερες προσθήκες, όπως συγκολλήσεις και επιμεταλλώσεις, οι οποίες αποτελούν πολύτιμες πηγές για μελλοντική έρευνα. Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στα αντικείμενα στα οποία διατηρούνταν ανόργανα και οργανικά κατάλοιπα, όπως πυρήνες χύτευσης, ορυκτοποιημένες ίνες υφασμάτων και οργανικά υπολείμματα, τα οποία συνεισφέρουν ουσιαστικά στην κατανόηση των κοινωνικών και λειτουργικών τους συμφραζομένων. Η παρούσα μελέτη συνιστά ένα χρήσιμο εργαλείο για συντηρητές, αρχαιολόγους, ιστορικούς, επιστήμονες υλικών, αλλά και για το ευρύτερο κοινό, συμβάλλοντας στην τεκμηρίωση, την ερμηνεία και τη διατήρηση αντικειμένων της Ύστερης Αρχαιότητας. Παράλληλα, προσφέρει πολύτιμα στοιχεία για τις ανάγκες, τις καθημερινές πρακτικές και τις πολιτισμικές προτιμήσεις των ανθρώπων της εποχής, φιλοδοξώντας να αποτελέσει τη βάση για περαιτέρω επιστημονική έρευνα.
Ο ΤΟΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟΣ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗ, ιδρυτή της εταιρείας Raycap. Η Διοικητική Επιτροπή και οι συνεργάτες του Μουσείου Μπενάκη, προσφέρουν στο διεθνές επιστημονικό κοινό την έκδοση αυτή ως ελάχιστη αναγνώριση της προσφοράς του τιμώμενου, τόσο προς το Μουσείο όσο και γενικότερα τον πολιτισμό.
The Benaki Museum, wishing to honor the memory of Costas Apostolidis, founder of Raycap, proceeded to the publication of a book entitled Benaki Museum Late Antique Copper-Alloy Utensils METALLURGICAL AND CONSERVATION RESEARCH. It presents the study of 132 utensils of daily use made of copper alloy, which belong to the Museum’s Byzantine collection and date from the 4th to the 8th century A.D. The study was undertaken by the Benaki Museum Metals, Glass, and Organic Materials conservation lab, aiming at the scientific documentation and understanding of the technological features and preservation issues of the objects. It also supports the archaeological research of Professor Anastasia Drandaki in her book LATE ANTIQUE METALWARE, which explores the typology, distribution, chronology, use, terminology, and production of these vessels. A wide range of advanced analytical methods was employed in the investigation, including Radiography, Optical Metallography (OM), Scanning Electron Microscopy with Energy Dispersive Spectroscopy (SEM-EDS), X-Ray Fluorescence (XRF), Fourier Transform Infrared Spectroscopy (FTIR), Gas Chromatography-Mass Spectrometry (GC-MS), and X-Ray Diffraction (XRD). All findings are presented in four chapters, enriched with images, archaeological data, experimental reconstructions, and material science insights, highlighting the importance of an interdisciplinary approach to the study of cultural heritage. The research serves as a valuable resource for conservators, archaeologists, historians, materials scientists and the broader public, contributing significantly to the interpretation and preservation of Late Antique objects. In addition, it offers important information on the needs, habits and cultural choices of the people during that period.
Benaki Museum Late Antique Copper-Alloy Utensils. Metallurgical and Conservation Research
![]()











Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.